ερωτοληψία

ερωτοληψία
η влюбчивость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ερωτοληψία" в других словарях:

  • ερωτοληψία — η (Μ ἐρωτοληψία) [ερωτόληπτος] νεοελλ. η νοσηρή κατάσταση τού ερωτόληπτου, η ροπή προς τις ερωτικές συγκινήσεις, το να έχει κάποιος υποστεί ερωτοπληξία μσν. το ερωτικό πάθος …   Dictionary of Greek

  • αγγελοπετριά — η 1. πλήγμα από τον άγγελο τού θανάτου, αιφνίδιος, απροσδόκητος θάνατος 2. χτύπημα με πέτρα, πετριά άγνωστης προελεύσεως 3. απροσδόκητο, αναπάντεχο κακό 4. ερωτομανία, ερωτοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + πετριά] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»